- σταλακτίτης
- [сталактитис] ουσ. а. сталактит.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
σταλακτίτης — σταλακτίτης, ο και σταλαχτίτης, ο απολίθωμα που σχηματίζεται στην οροφή σπηλαίων από την πτώση σταγόνων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σταλακτίτης — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η κωνοειδής συνήθως ασβεστολιθική στήλη, που εμφανίζεται στην οροφή σπηλαίων. Τα νερά της βροχής που εισχωρούν στο έδαφος, επειδή περιέχουν διοξείδιο του άνθρακα, όταν περνούν από ασβεστολιθικά πετρώματα διαλύουν… … Dictionary of Greek
Stalactite — A stalactite (Greek stalaktites , (Σταλακτίτης), from the word for drip and meaning that which drips ) is a type of speleothem (secondary mineral) that hangs from the ceiling or wall of limestone caves. It is sometimes referred to as dripstone.… … Wikipedia
Estalactita — Saltar a navegación, búsqueda Gota de agua saliendo del canal central de una estalactita. Una estalactita (griego Σταλακτίτης , stalaktos, gota) es un tipo de espeleotema secundario que cuelga del techo o de la pared de una cueva … Wikipedia Español
Сталактит — Сталактиты (греч. Σταλακτίτης «натёкший по капле») хемогенные отложения в карстовых пещерах в виде образований, свешивающихся с потолка (сосульки, соломинки, гребёнки, бахромы и т. п.). Термины «сталактит» и «сталагмит»… … Википедия
Estalactita — (Del gr. stalaktos, que gotea < stalasso, gotear.) ► sustantivo femenino GEOLOGÍA Concreción calcárea que cuelga del techo de las cuevas y que se forma al filtrarse agua con sales calizas. * * * estalactita (del gr. «stalaktós», que gotea) 1 f … Enciclopedia Universal
-ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… … Dictionary of Greek
πώρος — Όνομα 2 Ινδών βασιλιάδων. 1. Βασιλιάς ινδικών χωρών στους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, γνωστός για τη γενναιότητά του. Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος κατόρθωσε να περάσει τον ποταμό Υδάσπη, συγκρούστηκε με τον στρατό του Π., που είχε ένα ζωντανό… … Dictionary of Greek
σταλαγμίτης — Ασβεστολιθικό απόθεμα στο έδαφος σπηλαίου, που σχηματίζεται με τη μορφή κωνοειδούς στήλης από τα νερά της οροφής του. Βρίσκεται συνήθως κάτω από κάποιο σταλακτίτη και δημιουργείται όπως ακριβώς και αυτός. Βλ. λ. σταλακτίτης. * * * ο, Ν γεωλ.… … Dictionary of Greek
σταλαχτίτης — ο, Ν βλ. σταλακτίτης … Dictionary of Greek